dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verhütung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorbeugung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorkehrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorsicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorsichtsmaßnahme
Ⓦ
Ⓖ
…