dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
υπερένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stress
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπερένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überanstrengung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπερένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
übermäßige Anspannung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπερένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
übermäßige Anstrengung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπερένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spannung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)