dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschwellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufbauschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufblähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufblasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufpumpen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brodeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gären
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überkochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουσκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufblähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)