dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κλωστοϋφαντουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Textilindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υφαντουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Textilindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…