dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τσακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnappen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τσακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ertappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
packen
Ⓦ
Ⓖ
…