dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ανακωχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Waffenruhe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκεχειρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Waffenruhe
Ⓦ
Ⓖ
…