dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιζώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιβιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
σωζόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überlebend
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
επιζών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überlebende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επιζήσας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überlebende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιζών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Überlebender
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυνατότητα επιβίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überlebenschance
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βιώσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überlebensfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκπαίδευση επιβίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überlebenstraining
Ⓦ
Ⓖ
…