dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenbeißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pressen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
drängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einklemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fest werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammendrücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umarmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
drücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)