dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επικοινωνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Verbindung stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Verbindung stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βρίσκομαι σε επαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Verbindung stehen
Ⓦ
Ⓖ
…