dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herkömmlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konventionell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vertrags-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertragsmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)