dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zufall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fügung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umstände
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
οικονομική συγκυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konjunktur
Ⓦ
Ⓖ
…
συγκυριακή ανεργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konjunkturelle Arbeitslosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συγκυριακό απόθεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konjunkturelle Lagerbestände
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συγκυριακή πολιτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konjunkturpolitik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
συγκυριακές διακυμάνσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konjunkturschwankungen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συγκυριακά πλαίσια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zusammenhänge
Ⓦ
Ⓖ
…