dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
antreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gruppieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablagern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ansammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich scharen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich versammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenlaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufstauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ballen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zusammenballen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)