dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συγγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwandtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συγγενολόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwandtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σχέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwandtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
συγγένεια εξ αίματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blutsverwandtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συγγενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwandtschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…