dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εμμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ορθοστασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
είμαι όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)