dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υπερρεαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Surrealismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σουρεαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Surrealismus
Ⓦ
Ⓖ
…