dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σολίστ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Solist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σολίστας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Solist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
σολίστ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Solistin
Ⓦ
Ⓖ
…