dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
σαχλαμαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαχλαμαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwadronieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαχλαμαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwafeln
Ⓦ
Ⓖ
…