dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προστυχαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordinär werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προστυχεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordinär werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκχυδαΐζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordinär werden
Ⓦ
Ⓖ
…