dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unbehagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Druck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fick
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Last
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prügel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zank
Ⓦ
Ⓖ
…