dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φυλακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρατώ κάποιον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συλλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…