dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περιστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
περιορισμοί στις εξαγωγές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausfuhrbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συναλλαγματικοί περιορισμοί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
devisenrechtliche Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιορισμοί στις εισαγωγές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einfuhrbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός μετανάστευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einwanderungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιορισμός ελευθερίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Freiheitsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όριο ταχύτητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwindigkeitsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιορισμός ευθύνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haftungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιορισμοί στο εμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Handelsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εμπορικός περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Handelsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός εισαγωγών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Importbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ποσοτικός περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mengenmäßige Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
αυτοπεριορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbstbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιορισμός εμπορίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vermarktungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
περιορισμός του ανταγωνισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wettbewerbsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός αριθμού εισακτέων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…