dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παρέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesellschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παρέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gruppe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παρέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Umgang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Clique
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Freundeskreis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verkehr
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)