dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παραξενεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wundern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραξενεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sonderbar werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραξενεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wundernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…