dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benommen machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwindelig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwindlig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παραζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belästigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinanderbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganz schwindlig machen
Ⓦ
Ⓖ
…