dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
καταυλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Camp
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κατασκηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
campen
Ⓦ
Ⓖ
…
κατασκήνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Camping
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τροχόσπιτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Campingfahrzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάμπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Campingplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατασκήνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Campingplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εξοπλισμός για κάμπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Campingzubehör
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πανεπιστημιούπολη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Campus
Ⓦ
Ⓖ
…