dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Betragserteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zuschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Allokation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beihilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umlegung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zuschuss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterstützung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bonus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Finanzielle Zuwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zuteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)