dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hübscher werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schön werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschönern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schöner werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ομορφαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgestalten
Ⓦ
Ⓖ
…