dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ολομόναχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mutterseelenallein
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ολομόναχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganz allein
Ⓦ
Ⓖ
…