dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ναρκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ναρκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschläfern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)