dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schimmeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dahinvegetieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
moderig riechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermodern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verrotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschimmeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwesen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)