dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καρότο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Karotte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δαυκί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Karotte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)