dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μοναχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
αβοήθητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μονάχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απομονωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύχναστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ερημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έρημος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μαγκούφικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μονήρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)