dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schicksal
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschwader
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Staffel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μοίρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erbteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)