dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schrumpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleiner werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kürzer werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reduzieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkleinern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkürzen
Ⓦ
Ⓖ
…