dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μετρό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Metro
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
μετρολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Metrologie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μετρονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Metronom
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πόλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Metropole
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μητρόπολη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Metropole
Ⓦ
Ⓖ
…