dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καταθλιπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedrückt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καταθλιπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
depressiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καταθλιπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedrückend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καταθλιπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
deprimierend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καταθλιπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübselig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
μανιοκαταθλιπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
manisch-depressiv
Ⓦ
Ⓖ
…