dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Edelmut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Großmut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Großzügigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Männlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tapferkeit
Ⓦ
Ⓖ
…