dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ansehen
Ⓦ
Ⓖ
…
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Autorität
Ⓦ
Ⓖ
…
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bevollmächtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Prestige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gültigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ermächtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gewicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)