dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κρίση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krise
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κρίση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Urteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κρίση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κρίση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beurteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κρίση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Urteilsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κρίση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Meinung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)