dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κουβέρτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bettdecke
Ⓦ
Ⓖ
…
κουβέρτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Decke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κουβέρτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vertuschung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουβέρτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Deck
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)