dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εντείνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζέψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κορδώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συσφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόρδωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…