dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συγκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συγκόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schweißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)