dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
κατοχύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Festigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατοχύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sicherung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατοχύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuerkennung
Ⓦ
Ⓖ
…