dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χτυπημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χτυπητός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
καταπονημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποκαμωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπηχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ηττώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschlagen werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μαρέγκα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
geschlagenes Eiweiß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δύσθυμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedergeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καταβεβλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedergeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατηφής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedergeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αχτύπητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αήττητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προτεινόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorgeschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…