dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Training
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weiterbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zusammenstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausarbeitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gründung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)