dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besitzergreifung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eroberung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pfändung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hausbesetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)