dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jemand
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einer
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einige
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einiger
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einiges
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
etwas
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wer
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irgendwer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irgendein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irgendjemand
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)