dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παραχαϊδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
έχω στα όπα-όπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κακοσυνηθίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλομαθαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλοταΐζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κακομαθαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…