dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sittlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ethisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
moralisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tugendhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sitten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Moral-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)