dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κατοικίδιο ζώο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haustier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζωντανό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Haustier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κατοικίδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Haustier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικόσιτο ζώο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haustier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κατοικίδιο (ζώο)
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haustier
Ⓦ
Ⓖ
…